θυτικός

θυτικός
θυτικός, -ή, -όν (Α)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη θυσία ή είναι χρήσιμος για τη θυσία
2. αυτός που επιδίδεται σε θυσίες
3. το θηλ. ως ουσ. ἡ θυτική (ενν. τέχνη)
η μαντική, η τέχνη τού ιεροσκόπου, τού μάντη
4. φρ. «θυτική μαντεία» — η μαντεία που γίνεται κατά τις θυσίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θύτης ή το αμάρτυρο ρηματικό επίθ. *θυτός (μαρτυρείται μόνο τ. ά-θυτος) [< θύω (I)] + κατάλ. -ικός (πρβλ. δεκτ-ικός, λεκτ-ικός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • θυτικός — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυτικά — θυτικός of neut nom/voc/acc pl θυτικά̱ , θυτικός of fem nom/voc/acc dual θυτικά̱ , θυτικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυτικῶν — θυτικός of fem gen pl θυτικός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυτικόν — θυτικός of masc acc sg θυτικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυτικαί — θυτικός of fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυτικοῖς — θυτικός of masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυτικοί — θυτικός of masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυτικοῦ — θυτικός of masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυτικῆς — θυτικός of fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυτικῇ — θυτικός of fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”